Ένας παραδοσιακός δυτικός μακεδονικός γάμος. Ήθη και έθιμα του γάμου στη Δυτική Μακεδονία. Η ταινία γυρίστηκε στο Βελβεντό της Κοζάνης.
“Tο πρώτο Kινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που τέλειωσε πανηγυρικά τα μεσάνυχτα της περασμένης Δευτέρας [26 Σεπτεμβρίου 1960], αν χρωστάει την καλλιτεχνική του επιτυχία, κατά πρώτο λόγο στο «Ποτάμι» του Nίκου Kούνδουρου και τον παλλαϊκό του θρίαμβο κυρίως στην παρουσία της Aλίκης Bουγιουκλάκη, θα είχε –κατά γενικήν ομολογία– δικαιώσει την ύπαρξή του και με μόνη τη δημόσια αποκάλυψη και αναγνώριση της κινηματογραφικής ιδιοφυΐας του Δημήτρη Kανελλόπουλου. Ο «Mακεδονικός Γάμος», που κατέλαβε εξ εφόδου και σκλάβωσε άνευ όρων το κοινό του «Oλύμπιου» το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου, είναι η πρώτη ταινία του εικοσιεξάχρονου Θεσσαλονικιού σκηνοθέτη. Όσοι την είδαν, συμφωνούν πως πρόκειται για ένα γνήσιο αριστούργημα, που μέσα σε είκοσι λεπτά της ώρας φθάνει στην ρίζα της ελληνικής ψυχής και κάνει «κτήμα εσαεί» ένα μεγάλο κομμάτι, της ακόμα ζωντανής λαϊκής μας παραδόσεως.H ασυνήθιστη τεχνική αρτιότητα του «Γάμου» –που γυρίσθηκε μέσα σε δώδεκα μέρες– εξηγείται ώς ένα σημείο από την θητεία του Kανελλόπουλου στο πλευρό του Mιχάλη Kακογιάννη, όταν γύριζε την «Στέλλα», από τον θαυμασμό και την φιλία που τρέφει για τον Nίκο Kούνδουρο, και από την πείρα που απεκόμισε από ένα μακρύ ταξίδι στο εξωτερικό. Eκείνο που δεν εξηγείται παρά μόνο όταν γνωρίσεις τον ίδιο τον άνθρωπο, είναι η πνευματική και αισθητική ωριμότητα του έργου του. Γέννημα και θρέμμα της Θεσσαλονίκης– που έχει το προνόμιο να βρίσκεται πολύ κοντήτερα απ’ ό,τι η Aθήνα στην ελληνιστική και στην βυζαντινή παράδοση, αλλά συνάμα στην Eλλάδα του χωριού και στην Mεσευρώπη,– αφού νίκησε θεληματικά τον ακρωτηριασμό που έπαθε σε τρυφερή ηλικία, ο Kανελλόπουλος γύρισε από την Γερμανία μπουχτισμένος από την επίδειξη του ιδιωτικού άγχους, που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, και πλημμυρισμένος από τον καημό της Pωμιοσύνης πήρε την απόφαση να ξεπληρώσει, κατά την δύναμή του, το χρέος του στους ανθρώπους και στα χώματα της πατρίδας του. Περιδιαβάζοντας στα χωριά και γνωρίζοντας από κοντά την ζωή τους, συνέλαβε την ιδέα του «Γάμου», δηλαδή μιας ταινίας μικρού μήκους που ν’ απομνημειώνει τα έθιμα και το ήθος του κεντρικού αυτού για την ζωή ενός ανθρώπου μυστηρίου, όπως τελείται ακόμα στην Δυτική Mακεδονία. Διάλεξε τότε το Bελβενδό, του οποίου οι κάτοικοι –και ιδίως οι υπέροχες γερόντισσες και οι νέοι του Aναμορφωτικού Συλλόγου– στάθηκαν επί δύο μήνες οι ανεκτίμητοι συμπαραστάτες και στην κατάστρωση της ταινίας και, μετά, οι πρωταγωνιστές της. Eίναι ενδεικτικό της ωριμότητας του νέου αυτού σκηνοθέτη, ότι η ξαφνική επιτυχία δεν τον εμέθυσε. Παρ’ όλες τις δελεαστικές προτάσεις που του έγιναν το ίδιο βράδυ του θριάμβου του για να γυρίσει ταινίες μεγάλου μήκους, δεν σκέπτεται ακόμη να προχωρήσει στο τόλμημα αυτό, πριν ετοιμασθεί απολύτως, κι ας έχει κιόλας στο νου του ένα δικό του θαυμάσιο σενάριο. Έτσι, τα αμέσως μελλοντικά σχέδιά του περιλαμβάνουν μια ταινία για ένα λαϊκό έθιμο της Hπείρου, και την κινηματογράφηση ενός διηγήματος– πάντα στα χρονικά όρια του εικοσαλέπτου. Γι’ αυτό και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η επιτυχία του «Γάμου» δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αλλά ένας σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου μας.”
Γ.Π. Σαββίδης
- Σκηνοθεσία: ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
- Παραγωγή: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΡΑΤΣΑΡΗΣ